- αὐτοφόνευτος
- αὐτο-φόνευτος, ον,A self-slain, Sch.A.Th.735.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτοφόνευτος — αὐτοφόνευτος, ον (Α) αυτός που έχει αυτοκτονήσει … Dictionary of Greek
αὐτοφόνευτος — self slain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφόνευτοι — αὐτοφόνευτος self slain masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)